- ψυχομετρικός
- η , ό[ν] психометрический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχομετρικός — ή, όν, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek